συντροφικός

συντροφικός
-ή, -ό / συντροφικός, -ή, -όν, ΝΜ [σύντροφος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύντροφο
2. (ιδίως για επιχείρηση ή εργασία) συνεταιρικός
3. παροιμ. «το συντροφικό αρνί το τρώει ο λύκος» — δηλώνει ότι αυτό που ανήκει σε πολλούς παραμελείται
μσν.
σύντροφος.
επίρρ...
συντροφικώς και συντροφικά Ν
1. με συντροφικό τρόπο
2. συνεταιρικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συντροφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. συνεταιρικός: Το συντροφικό αρνί το τρώει ο λύκος. 2. αυτός που ταιριάζει σε συντρόφους: Μοίρασαν τα κέρδη συντροφικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίκοινος — η, ο (Α ἐπίκοινος, ον) [κοινός] 1. αυτός που ανήκει συγχρόνως σε δύο ή περισσότερους, συντροφικός («ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῑξιν ποιεῡνται», Ηρόδ.) 2. γραμμ. φρ. «ἐπίκοινα ὀνόματα» ουσιαστικά ονόματα ζώων, που με το ίδιο γραμματικό γένος… …   Dictionary of Greek

  • εταιρικός — ή, ό (ΑΜ ἑταιρικός, ή, όν) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εταιρεία ή εταίρους, ο συνεταιρικός («εταιρικό κεφάλαιο») 2. φιλικός, συντροφικός («εταιρική φιλία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εταιρικό (αλλιώς καταστατικό) το συστατικό …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μαζικός — (I) ή, ό 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάζα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαϊκές μάζες, στον λαό («μέσα μαζικής ενημέρωσης») 2. συνεταιρικός, συντροφικός, κοινός («μαζική δουλειά») 3. παροιμ. «το μαζικό γαϊδούρι δεν τό τρώει ο …   Dictionary of Greek

  • συντροφικάτα — Ν επίρρ. 1. συντροφικά, με συντροφιά 2. με εμπορική συνεργασία, συνεταιρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντροφικός + επιρρμ. κατάλ. άτα (πρβλ. σταρ άτα, τσεκουρ άτα)] …   Dictionary of Greek

  • συντροφικότητα — η, Ν [συντροφικός] η ιδιότητα τού συντροφικού, συντροφική στάση και συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • επίκοινος — η, ο 1. που ανήκει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερους, ο κοινός σε πολλούς, ο συντροφικός. 2. (γραμμ.), «επίκοινα ονόματα», ουσιαστικά ονόματα ζώων με ένα μόνο γραμματικό γένος για τα δύο φύλα, π.χ. αϊτός, λαγός, αλεπού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”